- ορχηστοδιδάσκαλος
- ὀρχηστοδιδάσκαλος, ὁ (Α)χοροδιδάσκαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχηστής + διδάσκαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρχηστοδιδάσκαλος — dancing master masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστοδιδασκάλοις — ὀρχηστοδιδάσκαλος dancing master masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστοδιδάσκαλοι — ὀρχηστοδιδάσκαλος dancing master masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστοδιδάσκαλον — ὀρχηστοδιδάσκαλος dancing master masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek